Ροντόλφο Αρουαμπαρένα

Rodolfo Martín Arruabarrena – 2007/08

Ο Αργεντίνος με το ισπανικό διαβατήριο αριστερός μπακ, γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1975 στο Marcos Paz, το δυτικό τμήμα του Buenos Aires. Από πολύ νεαρός (μόλις σε ηλικία 15 ετών) εντάχθηκε στις ακαδημίες της φημισμένης Boca Juniors όντας προσωπική επιλογή του Ουρουγουανού τεχνικού Óscar Wáshington Tabárez και στην πρώτη του σεζόν κατέκτησε το πρωτάθλημα (Apertura) καθώς και το Σούπερ Κύπελλο (Supercopa Masters) ξεκινώντας μια θαυμάσια επαγγελματική καριέρα. O “El Vasco” όπως είναι το προσωνύμιό του, υπηρετεί επί 9 συναπτά έτη τους Azul y Oro με μοναδικό διάλειμμα τον εξάμηνο δανεισμό του το 1996 στη Rosario Central. Ο Arruabarrena είναι ένας υποδειγματικός αριστερός μπακ, καλύπτει με ιδιαίτερη επιτυχία και τη θέση του αριστερού στόπερ και χαρακτηρίζεται από την προσήλωσή του στα αμυντικά του καθήκοντα και την ευφυία στο παιχνίδι του. Ξέρει πότε θα ανέβει, ξέρει πότε θα επιζητήσει το overlap, από πολύ μικρή ηλικία διαδάσκει μια από τις δυσκολότερες θέσεις στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Συμπληρώνει 181 συμμετοχές με τη Boca (σκοράροντας και 11 φορές), κατακτά 3 πρωταθλήματα, ένα Copa Libertadores, φοράει το περιβραχιόνιό της και γίνεται θρύλος της ομάδας, όταν έρχεται η κλήση από την Ισπανία και τη Villarreal, η οποία τότε ξεκινούσε να χτίζει την πολύ μεγάλη ομάδα του El Submarí Groguet των mid ’00s.

Λατρεύεται και στο Castellón, κάνει απίθανα πράγματα με τη φανέλλα των Βαλενθιάνων, στους οποίους επίσης του εμπιστεύονται το περιβραχιόνιο του αρχηγού, αφού η ηγετική φυσιογνωμία και η οξυδέρκειά του, τον κατατάσσει άμεσα στην κατηγορία των παικτών-σύμβολο μέσα και έξω από το χόρτο. Με την κίτρινη φανέλα κάνει γεμάτες και μεστές σεζόν, ανεβάζει επίπεδο την ομάδα μαζί με τους εκλεκτούς συμπαίκτες του όπως ο Χουάν Ρομάν Ρικέλμε και φθάνει τη σεζόν 2005/06 μέχρι το κατώφλι του τελικού του Champions League (αποκλείεται στον ημιτελικό πολύ δύσκολα από την Άρσεναλ) ενώ κατακτά και την εξωπραγματική για τα δεδομένα της ομάδας, τρίτη θέση στην Primera Division. 32 ετών πια, έχει συμπληρώσει 223 συμμετοχές (και 11 γκολ) με τη Villareal, έχει ζήσει πολύ μεγάλες στιγμές στο Madrigal και ψάχνει το τελευταίο του καλό συμβόλαιο προτού επιστρέψει στην Αργεντινή για να κλείσει την καριέρα του.

Υποδέχεται την πρόταση της ΑΕΚ με σκεπτικισμό, αφού δεν γνωρίζει σχεδόν τίποτα για την ελληνική Λίγκα, πείθεται όμως από το Serra Ferrer για το project και υπογράφει διετές συμβόλαιο με την Ένωση αντί 800 χιλιάδων ευρώ ετησίως. Στο άκουσμα της υπογραφής του, στην Ελλάδα επικρατεί ενθουσιασμός αφού η ΑΕΚ για πρώτη φορά μετά το “restart” του 2004, επενδύει σε σημαντικούς και γνωστούς ποδοσφαιριστές. Ο ενθουσιασμός όμως φέρνει και απαιτήσεις και επηρεαζόμενος και από τις υπερβολές του ελληνικού Τύπου, ο κόσμος της ΑΕΚ περιμένει έναν διαφορετικό ποδοσφαιριστή απ’ ότι πραγματικά είναι ο Αρουαμπαρένα. Ο Σέρρα γνωρίζει ότι ο ποδοσφαιριστής αγωνίζεται αδιαλείπτως από το 1992 και τον διαχειρίζεται σωστά: του δίνει απόλυτη ευχέρεια να ανεβαίνει όποτε κρίνει ο ίδιος ότι εξυπηρετεί το σχήμα και τη διάταξη, κυρίως όμως τον επιλέγει ως “κρυφό” αριστερό στόπερ, αφού στην ΑΕΚ της εποχής αγωνιζόταν ο Έντσον Ράμος, ένα παιδί με ταχύτητα και αρετές, αλλά με το μυαλό κολημμένο στην επίθεση. Ο Αρουαμπαρένα μοιάζει “άδειος”, δείχνει να μην καταλαβαίνει το ελληνικό ποδόσφαιρο και σίγουρα δεν περίμενε τους γύρω του να έχουν υπερβολικές απαιτήσεις από τον ίδιο.

Στην ΑΕΚ επικρατεί σχεδόν μια άρρωστη ατμόσφαιρα κυρίως λόγω της κόντρας Νικολαΐδη και οργανωμένων, η ομάδα είτε υπερπροστατεύεται είτε “ξεσκίζεται” αναίτια. Ο Αρουαμπαρένα είναι ο εύκολος στόχος, αφού το κοινό αναλογιζόμενο και το συμβόλαιο του ποδοσφαιριστή, καταδικάζει πολύ εύκολα και κρίνει ακόμη πιο γρήγορα τις μεταγραφές του Νικολαΐδη και του Φερρέρ. Ο El Vasco κάνει τη δουλειά του χωρίς να εντυπωσιάζει σε κανένα σημείο, είναι αυτό που λέμε flat στην παρουσία του στην ΑΕΚ και δεν κολλάει με τη χημεία του οργανισμού. Η αποπομπή του Σέρρα Φερρέρ το Φεβρουάριο κάνει ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα αφού ο ανεκδιήγητος Κωστένογλου δείχνει να προτιμά ως αριστερό μπακ το…Μπούρμπο, καταδεικνύοντας ως έναν εκ των ενόχων της (φαινομενικά) κακής πορείας της ΑΕΚ τον Αργεντινό, ο οποίος μεταξύ άλλων τραυματίζεται κιόλας και το βαρύ και ταλαιπωρημένο κορμί του έχει ανάγκη διακεκριμένης διαχείρισης. Ο Αρουαμπαρένα ουδέποτε διαμαρτύρεται, κάνει τη δουλειά του και εξακολουθεί να μην καταλαβαίνει τον προπονητή του. Παρ’ όλα αυτά κάνει 25 συμμετοχές (16 ως βασικός κυρίως στο πρώτο μισό της σεζόν) με κορυφαία highlights το πολύ καλό παιχνίδι του εναντίον της Red Bull για τα play offs του Europa League και το παιχνίδι για σεμινάριο στο Καραϊσκάκη απ’ όπου η ΑΕΚ ξεκάθαρα λόγω εξωγενών παραγόντων, δεν φεύγει νικήτρια.

Η ΑΕΚ στο μεταξύ καταρρέει στα play off της Λίγκας και αφού προηγουμένως έχει απωλέσει ένα πρωτάθλημα που κατέκτησε στους αγωνιστικούς χώρους λόγω της υπόθεσης Βάλνερ και η συζήτηση για το ακριβό και πολυτελές συμβόλαιο του Αρουαμπαρένα φουντώνει. Τη λύση στο γόρδιο δεσμό δίνει ο “καλύτερος Έλληνας προπονητής” Γιώργος Δώνης, ο οποίος ανακοινώνει ότι ο Ροντόλφο δεν είναι στα πλάνα του, προκρίνοντας ως ιδανική λύση για το αριστερό άκρο της άμυνας τον 34χρονο Στέλιο Βενετίδη από τη Λάρισα. Μέτοχος της ΑΕΚ μαθαίνει τη θέση του προπονητή και αντιδρά άμεσα θέτοντας κομψά βέτο και η ΑΕΚ γλυτώνει τη μεταγραφή Βενετίδη. Δεν γλυτώνει την αποδέσμευση του Αρουαμπαρένα όμως αντί του ποσού των 350 χιλιάδων ευρώ ως “πριμ αποχώρησης”. Ο Αργεντινός φεύγει ως παρεξηγημένος.

Καταλήγει στην Club Atlético Tigre όπου μεγαλουργεί, ισοβαθμώντας στην πρώτη θέση με τη Boca (το χάνει στα μπαράζ λόγω goal average) και βγάζοντας τους Matadores στο Sudamericana. Κλείνει και εκεί επιτυχημένα τον κύκλο του κάνοντας επίσης γεμάτες σεζόν (67 συμμετοχές με δύο τέρματα) και υπογράφει στην Universidad Católica για να κλείσει την καριέρα του. Στη Χιλή ολοκληρώνει μια τεράστια καριέρα με ένα ακόμη Πρωτάθλημα, συμμετέχοντας κυρίως ως αλλαγή (10 συμμετοχές ως βασικός) και κρεμάει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια πλήρης και έχοντας ως προίκα και τις 7 συμμετοχές με τη φανέλα της Εθνικής Αργεντινής. Αποφασίζει το αυτονόητο βάσει χαρακτηριστικών και γίνεται προπονητής. Αντικαθιστά στην Tigre το θαυματουργό Diego Cagna δείχνοτας εξαιρετικά δείγματα coach, γεγονός που τον οδηγεί δύο χρόνια αργότερα στον πάγκο της Nacional. Με τους Tricolores κάνει ακόμη μια επιτυχημένη χρονιά, μέχρι που έρχεται η στιγμή το όνειρό του να γίνει πραγματικότητα και το καλοκαίρι του 2014 γίνεται το αφεντικό της Boca Juniors. Σίγουρα δεν θα θυμάται με νοσταλγία την Ελλάδα, τη μοναδική χώρα όπου δεν έπαιξε το ποδόσφαιρο που έπαιξε οπουδήποτε αλλού, αν και έχει προβεί κατά καιρούς σε κολακευτικές δηλώσεις τόσο για την ΑΕΚ όσο και για την πατρίδα μας.