Διονύσης Τσάμης

Διονύσης Τσάμης – (1972/1980)

Μια πολύ ξεχωριστή περίπτωση ποδοσφαιριστή για την ΑΕΚ είναι ο Αγρινιώτης πολυσύνθετος μέσος, Διονύσης Τσάμης. Γεννημένος στις 21 Μαΐου 1951 στο Αγρίνιο, εγγράφηκε στα τσικό του Παναιτωλικού σε ηλικία 16 ετών. Ο τότε προπονητής της ομάδας και παλαιός προπονητής της ΑΕΚ Αυστριακός Λούκας “Χάρι” Αουρέτνικ διέκρινε αμέσως το πλούσιο ταλέντο του και εκφράστηκε με κολακευτικά λόγια για τον μικρό στους διοικούντες του συλλόγου. Την επόμενη χρονιά ο προπονητής της ομάδας Σωτήρης Καρποδίνης τον παίρνει στην προετοιμασία της ανδρικής ομάδας. Αγωνίζεται σαν αλλαγή σε ένα φιλικό με την Άρτα και εντυπωσιάζει με την απόδοση του και έτσι καθιερώνεται στην πρώτη ομάδα. Σύντομα γίνεται και διεθνής με τις εθνικές ομάδες Νέων και Ελπίδων. Ξεχώριζε για το ντελικάτο και μυαλωμένο παιγνίδι του στο χώρο του κέντρου και στο πρώτο του ματς με την Εθνική Νέων στην Λεωφόρο απέναντι στην Βουλγαρία εντυπωσίασε με αποτέλεσμα να ενδιαφερθούν για να τον αποκτήσουν όλες οι μεγάλες ομάδες του κέντρου. Ένας νόμος του τότε καθεστώτος που επέτρεπε την μεταγραφή παικτών μόνο εντός νομού ή σε όμορο νομό φρέναρε την μεταγραφή του Τσάμη σε ομάδα του κέντρου. Η παρέα του με τον Απόστολο Τόσκα στις αποστολές των μικρών Εθνικών ομάδων συνέβαλε στην επιθυμία του να μεταγραφεί στην ΑΕΚ. Όταν ο Μπράνκο Στάνκοβιτς τον είδε σε φιλικό Παναιτωλικού – ΑΕΚ στο Αγρίνιο, εισηγήθηκε άμεσα την μεταγραφή του η οποία πραγματοποιήθηκε με επεισοδιακό τρόπο. Ο τότε έφορος της ομάδας Σταμάτης Παπασταματίου αναγκάστηκε να φυγαδεύει και να κρύβει τον Τσάμη σε σπίτια φίλων και γνωστών για να μην “απαχθεί” από τους διεκδικητές των άλλων μεγάλων ομάδων του κέντρου. Η μεταγραφή ολοκληρώθηκε με περίπου 2,5 εκατομμύρια δραχμές ποσό – ρεκόρ για την εποχή αλλά τα εμπόδια που έμπαιναν συνεχώς και καθυστερούσαν την έκδοση δελτίου στον ποδοσφαιριστή τον ανάγκασαν σε παραμονή στην εξέδρα για περίπου ένα χρόνο πριν αγωνιστεί για πρώτη φορά στη ρεβάνς του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ απέναντι στη Λίβερπουλ στις 8 Νοεμβρίου 1972. Έτσι ο Διονύσης Τσάμης κατέληξε στην ΑΕΚ με την οποία τελικά δοξάστηκε και τη βοήθησε και στα πρώτα δύσκολα χρόνια, αλλά και στη χρυσή εποχή Μπάρλου που ακολούθησε. Κατέκτησε το νταμπλ του 1978, το Πρωτάθλημα του 1979, μα πάνω απ’όλα ήταν βασικό μέλος της ομάδας του 1976/77 που έφτασε στα ημιτελικά του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ απέναντι στη μεγάλη Γιουβέντους. Το στυλ του Τσάμη παρέπεμπε σε “οχταροδεκάρι” και σίγουρα οφείλει πολλά στην προπόνηση του Φάντρονκ που δούλεψε στο ταλέντο του και τον εξέλιξε σε ένα υπερσύγχρονο ποδοσφαιριστή. Ο ίδιος, παράλληλα με το ποδόσφαιρο, φοιτούσε στο ΤΕΦΑΑ και πράγματι απέκτησε το πτυχίο του ενόσω αγωνιζόταν ουσιαστικά ως επαγγελματίας στην ΑΕΚ. Συμπλήρωσε 179 συμμετοχές με την κιτρινόμαυρη φανέλα χωρίς να δεχτεί ποτέ (!) κάρτα γεγονός που καταδεικνύει εκτός από την ποδοσφαιρική του οξυδέρκεια και το ήθος του, σημειώνοντας 11 γκολ και βγάζοντας αμέτρητες ασίστ, ενώ έγινε και 13 φορές διεθνής με τη φανέλα της ανδρών. Συνέθετε πάντοτε επιτυχημένα δίδυμα με τον παρτενέρ του στα χαφ και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ποδοσφαιριστές στην ιστορία του Δικεφάλου. Παρέμεινε στην ομάδα 8 χρόνια προτού αποχωρήσει για την Κόρινθο όπου έκλεισε την καριέρα του το 1982 σε ηλικία μόλις 31 ετών, αφού διορίστηκε ως καθηγητής φυσικής αγωγής, επάγγελμα που υπηρέτησε μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Διατηρεί ακαδημίες ποδοσφαίρου στη γενέτειρά του το Αγρίνιο και παρακολουθεί συχνά-πυκνά από κοντά τις εκδηλώσεις των παλαιμάχων της ΑΕΚ, χωρίς πάντως να αποτελεί αναπόσπαστο μέλος τους.