Θεόδωρος Μανιατέας

Θεόδωρος Μανιατέας – (1964/1969)

Ο Θεόδωρος Μανιατέας γεννήθηκε στις 19 Μαρτίου 1945 στην Αθήνα.
Ξεκίνησε την καριέρα του σε ηλικία 12 ετών σαν σέντερ φορ της ομάδας του Πανθησειακού. Αργότερα οι άνθρωποι της ομάδας διαπιστώνοντας τα προσόντα και τις ικανότητες του τον μετέθεσαν στη θέση του τερματοφύλακα. Τα “λαγωνικά” των μεγάλων ομάδων του κέντρου δεν άργησαν να εντοπίσουν τον νεαρό ταλαντούχο γκολκίπερ και να τον θέσουν υπό παρακολούθηση. Πρώτος ο Ολυμπιακός τον κάλεσε να δοκιμαστεί σε αγώνα προπόνησης στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης όπου και απέσπασε τα κολακευτικά σχόλια των ερυθρόλευκων επιθετικών Γιώργου Σιδέρη και Αριστείδη Παπάζογλου που εισηγήθηκαν την άμεση απόκτηση του. Τελικά αποκτήθηκε από την ΑΕΚ -ελέω της επιμονής του Τρύφωνα Τζανετή- το καλοκαίρι του 1964 σαν τρίτος τερματοφύλακας πίσω από τον αναντικατάστατο Στέλιο Σεραφείδη και τον επίσης άρτι αφιχθέντα από τον Άρη Θεσσαλονίκης, Βαγγέλη Πετράκη. Η συνύπαρξη του με τους δύο άλλους τερματοφύλακες δεν του άφησε αρκετά περιθώρια συμμετοχών με αποτέλεσμα στους αγώνες για το Πρωτάθλημα να μην έχει καμία συμμετοχή την περίοδο 1964-65, 1 συμμετοχή στην περίοδο 1965-66 και 2 συμμετοχές στην περίοδο 1966-67. Στο διάστημα αυτό έπαιρνε ευκαιρίες συμμετοχής σε αγώνες Κυπέλλου με μικρότερες ομάδες καθώς και σε φιλικά ματς.
Το καλοκαίρι του 1966 στα πλαίσια της προετοιμασίας της ομάδας για την επερχόμενη αγωνιστική περίοδο, η ΑΕΚ ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη όπου σε φιλικό τουρνουά αντιμετώπισε την περίφημη Σάντος του μεγάλου Πελέ, την Μπενφίκα του Εουσέμπιο και την ομογενειακή Γκρήκ Αμέρικαν. Ο Μανιατέας αγωνίστηκε βασικός στο ματς απέναντι στην Σάντος και πραγματοποίησε συγκλονιστική εμφάνιση αν και η ΑΕΚ ηττήθηκε τελικά με 1-0. Η εμφάνιση του προκάλεσε τον θαυμασμό και την υπόκλιση του Πελέ στο πρόσωπο του Έλληνα γκολκίπερ ενώ από τους διοργανωτές πήρε δώρο ένα χρυσό ρολόϊ, πολύτιμο απόκτημα για τα δεδομένα της εποχής.
Αγωνίστηκε με την Κιτρινόμαυρη φανέλλα στα δύο ματς απέναντι στην Πορτογαλική Μπράγκα για τον Α’ Γύρο του Κυπέλλου Κυπελλούχων της περιόδου 1966-67 και στα δύο ματς απέναντι στη Ζενές Ές για τον Α’ Γύρο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών της περιόδου 1968-69.
Στη διάρκεια της διετίας 1964-1965 μοιράστηκε με τον Βασίλη Κωνσταντίνου την θέση του τερματοφύλακα της Εθνικής Νέων.
Το καλοκαίρι του 1969 ήρθε σε προστριβή με την Διοίκηση και την τεχνική ηγεσία του Συλλόγου απογοητευμένος από την ελλιπή συμμετοχή του στους αγώνες της ομάδας με αποτέλεσμα την αποπομπή του από την ομάδα με την σύμφωνη γνώμη του Μπράνκο Στάνκοβιτς. Αμέσως ο Ολυμπιακός του προσέφερε μεταγραφή ή οποία δεν πραγματοποιήθηκε μετά από οικονομική ασυμφωνία. Συνέχισε να προπονείται με την ομάδα του Ολυμπιακού και να αγωνίζεται σε φιλικά ματς με την φανέλλα των ερυθρολεύκων μέχρι το καλοκαίρι του 1970 όταν και εγκατέλειψε την ενεργό δράση σε ηλικία μόλις 25 ετών.
Ήταν παντρεμένος με τρία παιδιά και παρακολουθούσε τακτικά την ΑΕΚ και τις εκδηλώσεις του Συλλόγου Παλαιμάχων της ομάδας μέχρι την 20η Σεπτεμβρίου 2014, όταν και έφυγε από την ζωή νικημένος μετά από μακροχρόνια μάχη με την επάρατη νόσο.